- γεραιός
- γεραιός, -ά, -όν (Α)Ι. 1. σεβαστός, σεβάσμιος2. αρχαίος, παλαιός (< «γεραιὰ πόλις»)3. γέρικος, γερασμένος («γεραιὸν σῶμα», «γεραιὰ χείρ»)II. 1. (συγκρ.) γεραίτερος, -α, -ον(συνήθως ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) oἱ γεραίτεροιοι γέροντες, οι προεστοί ενός τόπου2. (υπερθ.) γεραίτατος, -η, -ονο πολύ μεγάλης ηλικίας, πολύ γέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γέραςσημασιολογικά ο τ. συνδέεται με το γέρων, τονίζεται δε αναλογικά προς το παλαιός].
Dictionary of Greek. 2013.